Μαρία Κόντη
Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης – Συνήγορος του Πολίτη – Περιφερειακός Συμπαραστάτης του Πολίτη και της Επιχείρησης: Περιορισμοί και προκλήσεις στη δράσης τους για την αντιμετώπιση φαινομένων κακοδιοίκησης και της διαφθοράς στη Δημόσια Διοίκηση
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η κακοδιοίκηση, η διαφθορά, η κακή ποιότητα επικοινωνίας και σχέσεων μεταξύ πολιτών και Δημόσιας Διοίκησης, τόσο στον κεντρικό τομέα όσο και στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αποτελούν θέματα που βρίσκονται υψηλά στην ατζέντα της δημόσια συζήτησης και πλέον στην χώρα μας, κατά τα πρότυπα άλλων χωρών, ένας σημαντικός αριθμός ελεγκτικών φορέων της Δημόσιας Διοίκησης έχει επιφορτιστεί με την καταστολή όλων των ανωτέρω φαινομένων και την αποκατάσταση της νομιμότητας.
Ορισμένοι, όμως, εκ των ανωτέρω φορέων και συγκεκριμένα, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης (ΓΕΔΔ), ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ) και ο Περιφερειακός Συμπαραστάτης του Πολίτη και της Επιχείρησης (ΠΣτΠκτΕ), λόγω της θεσμικής τους ιδιαιτερότητας, των αρμοδιοτήτων τους, του όγκου της ελεγκτικής τους δράσης και την ευρεία δράση τους στον ευαίσθητο τομέα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πλέον των ανωτέρω ρόλου, μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη και την τήρηση της νομιμότητας, ως μοχλοί προώθησης αλλαγών του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και μεταρρυθμίσεων σε συγκεκριμένους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, οι οποίες θα λειτουργούν αποτρεπτικά στην περαιτέρω εμφάνιση φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς.
Με την παρούσα εργασία έγινε μια προσπάθεια να αναδειχθούν τυχόν αδυναμίες και κενά είτε σε λειτουργίες των θεσμών αυτών, είτε στις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των θεσμών αυτών και του ευρύτερου πολιτικού και διοικητικού συστήματος. Πρόκειται για στοιχεία τα οποία ενδέχεται να συνιστούν σημαντικούς περιοριστικούς παράγοντες και να εμποδίζουν τους ως άνω φορείς να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο, με σημαντική προστιθέμενη αξία στην αναβάθμιση της Δημόσιας Διοίκησης.
Για τον σκοπό αυτό, εξετάσαμε την αποστολή και γενικότερα το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την λειτουργία κάθε φορέα αλλά και την ακολουθούμενη από τον φορέα αυτό διαδικασία ελέγχου ή/και διαμεσολάβησης, θέματα επικάλυψης αρμοδιοτήτων καθώς και το επίπεδο της μεταξύ τους συνεργασίας.
Συγκεκριμένα, οι εν λόγω θεσμοί προσεγγίστηκαν, όχι τόσο ως προς τον κατασταλτικό τους ρόλο, αλλά κυρίως ως προς τον βαθμό που αυτοί δύνανται να λειτουργούν «προληπτικά», εντοπίζοντας τις «προβληματικές» περιοχές δράσης της Δημόσιας Διοίκησης και ακολούθως, διατυπώνοντας προτάσεις για νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν σε οργανωτικά και λειτουργικά θέματα, να συμβάλλουν στην αναβάθμιση της σχέσης και της επικοινωνίας των πολιτών με την Δημόσια Διοίκηση καθώς και στον περιορισμό των εστιών που γεννούν φαινόμενα κακοδιοίκησης. Για να συνάγουμε σαφή συμπεράσματα για τα ανωτέρω, επικεντρωθήκαμε:
α) στην εξέταση του περιβάλλοντος και του επιπέδου επικοινωνίας των ως άνω θεσμών με την Δημόσια Διοίκηση, καθώς και στην εξέταση του βαθμού ανταπόκρισης της Δημόσιας Διοίκησης στις προτάσεις τους (αιτιολογημένη αποδοχή ή απόρριψή τους) και του βαθμού παρακολούθησης από τους ιδίους της πορείας των προτάσεων αυτών και
β) στην διερεύνηση του τρόπου, της «μηχανικής», που καθορίζει το περιεχόμενο και τους τομείς του ελέγχου – παρέμβασης των θεσμών αυτών, ήτοι εάν η δράση τους βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση και συνιστά κυρίως, μια ευθεία απάντηση στις καταγγελίες-αναφορές, ή είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθετης διαδικασίας αξιολόγησης όλων των εξωτερικών ερεθισμάτων-πληροφοριών και εκ νέου στόχευσης δράσεων που εξυπηρετούν μια εθνική στρατηγική καταπολέμησης της κακοδιοίκησης και της διαφθοράς.
Λέξεις Κλειδιά: κακοδιοίκηση, διαφθορά, φορείς ελέγχου της Δημόσιας Διοίκησης, Τοπική Αυτοδιοίκηση